- πηλάλα
- και πιλάλα, η, Ν1. το γρήγορο τρέξιμο2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
κωλοπηλάλα — η [πηλάλα] 1. υπερβολική βιασύνη για αφόδευση 2. μτφ. μεγάλη ανησυχία για επείγουσα εργασία («κωλοπηλάλα τούς έπιασε να τελειώσουμε») … Dictionary of Greek
πιλάλα — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. * * * η, Ν βλ. πηλάλα … Dictionary of Greek
τρεχάλα — η, Ν 1. τρέξιμο 2. (ως επίρρ.) τρέχοντας, δρομαίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. αλα, κατά το πηλάλα] … Dictionary of Greek
φευγάλα — η, Ν εσπευσμένη απομάκρυνση, φευγιό, φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω, κατά το πηλάλα (πρβλ. τρεχ άλα: τρέχω)] … Dictionary of Greek